Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προγήρως — ων, Α αυτός που γεράζει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γήρως (< γῆρας), πρβλ. ευ γήρως] … Dictionary of Greek
πρόγηρος — ον, Α προγήρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγήρως κατά τα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek